Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στυλιανός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στυλιανός οι Στυλιανοί
      γενική του Στυλιανού των Στυλιανών
    αιτιατική τον Στυλιανό τους Στυλιανούς
     κλητική Στυλιανέ Στυλιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Στυλιανός < ελληνιστική κοινή Στυλιανός < αρχαία ελληνική στῦλος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sti.ʎaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στυλιανός

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Στυλιανός αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα (θηλυκό Στυλιανή)
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Στυλιανού)

Μεταγραφές για το επώνυμο

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις για το όνομα

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Στυλιανός οἱ Στυλιανοί
      γενική τοῦ Στυλιανοῦ τῶν Στυλιανῶν
      δοτική τῷ Στυλιαν τοῖς Στυλιανοῖς
    αιτιατική τὸν Στυλιανόν τοὺς Στυλιανούς
     κλητική ! Στυλιανέ Στυλιανοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Στυλιανώ
γεν-δοτ τοῖν  Στυλιανοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Στυλιανός < αρχαία ελληνική στῦλος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Στυλιανός αρσενικό