Συζήτηση:δέρμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Imagehttps://greek_greek.enacademic.com › ... Web results σίττυβα - Dictionary of Greek σίττυβα. και σιττύβη, ἡ, Α. 1. (κυρίως ο τ. σιττύβη) (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) «ἔνδυμα δερμάτινο, γούνα». 2. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σιττύβαι. (κατά τον Ησύχ.) «δερμάτιναι στολαί. τὰ μικρὰ ἱμαντάρια ...