Συζήτηση:τραντάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

☏ Sarri.greek, Τη σλαβική λέξη tront(ja)[1] ως προέλευση του ελληνικού λήμματος αναφέρουν:

  1. τραντάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. τραντάζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Το θέμα είναι ότι τέτοια λέξη δεν υπάρχει στα σλαβικά! Η πιο κοντινή που βρήκα είναι η λέξη треса (to shake, to rock, to convulse) από το πρωτοσλαβικό *tręsti. Οπότε μάλλον υπάρχει κάποιο πρόβλημα! Δυστυχώς, και σε άλλες περιπτώσεις τα λεξικά αντιγράφουν μια αρχική εκδοχή (π.χ. απ' τον Ανδριώτη) χωρίς όμως να ελέγχουν και να εντοπίζουν το ακριβές λήμμα στα αραβικά, σλαβικά κ.λπ. --sVlioras (συζήτηση) 19:01, 11 Φεβρουαρίου 2020 (UTC)[απάντηση]

☏ Svlioras υποθέτω ότι εννούν κάποιο θέμα και ίσως γι' αυτό δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένη γλώσσα.  :) :) δεν μπορώ να πιστέψω ότι το αντέγραψαν όλοι ατσεκάριστο. Ούτως ή άλλως πρέπει να αναφέρουμε ό,τι υπάρχει στη βιβλιογραφία. Δεν φταίμε εμείς αν το έγραψαν λάθος. Αν βρούμε κάποια ανακοίνωση σε συνέδριο, ή μελέτη που να καταρρίπτει το σλαβικό, να το προσθέσουμε. sarri.greek (συζήτηση) 19:08, 11 Φεβρουαρίου 2020 (UTC)[απάντηση]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. =ταρακουνώ, συγκλονίζω· Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.