Συζήτηση:ἔξω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

παραπομπή από - Citation from http://www.greek-language.gr/[επεξεργασία]

ἔξω, επίρρ. της προθ. ἐξ, όπως το εἴσω της εἰς· I. λέγεται για τόπο· 1. με ρήματα κίνησης, έξω, ἔξω ἰών, σε Ομήρ. Οδ.· χωρεῖν ἔξω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., έξω από, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ., ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον, έξω από τον Ελλήσποντο, σε Ηρόδ. 2. χωρίς σημασία κίνησης, όπως το ἐκτός, έξω, χωρίς, δίχως, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ ἔξω, το εξωτερικό μέρος, σε Θουκ.· τὰ ἔξω, πράγματα εκτός των τειχών, στον ίδ.· τὰ ἔξω πράγματα, ξένες υποθέσεις, στον ίδ.· οἱ ἔξω, αυτοί που βρίσκονται εκτός, στον ίδ. (στην Κ.Δ. οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες)· — ἡ ἔξω θάλασσα, ο Ατλαντικός Ωκεανός, αντίθ. προς το ἡ ἐντὸς (η Μεσόγειος θάλασσα), σε Ηρόδ.· με γεν., οἱ ἔξω γένους, σε Σοφ.· ἔξω τοξεύματος, ἔξω βελῶν, εκτός πεδίου βολής, σε Θουκ., Ξεν.· ἔξω τινὸς εἶναι, μην έχοντας καμία σχέση με αυτό, σε Θουκ.· ἔξωτοῦ φρονεῖν, έξω από τη λογική, σε Ευρ.· παροιμ., ἔξω τοῦ πηλοῦ αἴρειν πόδα, το να κρατιέται κάποιος σε απόσταση, μακριά από τις δυσκολίες, σε Αισχύλ.· πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν, στον ίδ. II. λέγεται για χρόνο, μετά, πέρα από, ἔξω μέσου ἡμέρας, σε Ξεν. III. εκτός, πλην, με εξαίρεση, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.[1]