Μετάβαση στο περιεχόμενο

Συκάδα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Συκάδα οι Συκάδες
      γενική της Συκάδας των Συκάδων
    αιτιατική τη Συκάδα τις Συκάδες
     κλητική Συκάδα Συκάδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Συκάδα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Συκάδα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Συκάδα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Συκάδα θηλυκό (αρσενικό Συκάδας)

Μεταγραφές

[επεξεργασία]