Συρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Συρία | οι | Συρίες |
γενική | της | Συρίας | των | (Συριών) |
αιτιατική | τη | Συρία | τις | Συρίες |
κλητική | Συρία | Συρίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Συρία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Συρία < Σύρος < ακκαδική 𒀭𒊬 (Aššur)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Συ‐ρί‐α
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Συρία θηλυκό
- αραβικό κράτος που συνορεύει με την Τουρκία, το Λίβανο, το Ισραήλ, την Ιορδανία, το Ιράκ, έχει πρωτεύουσα τη Δαμασκό και νόμισμα τη συριακή λίρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Συρία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Συρία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ακκαδικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χώρες της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Χώρες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ασίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)