Συρράκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Συρράκο
      γενική του Συρράκου
    αιτιατική το Συρράκο
     κλητική Συρράκο
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Συρράκο < → δείτε τη λέξη Σιράκο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Συρράκο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. η γραφή με -υ- από παρετυμολογία, λόγω της ακουστικής ομοιότητας / παρωνυμίας με τη λέξη συρρέω