Σωσίπατρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σωσίπατρος < σώζω + πατήρ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σωσίπατρος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]