Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σύριος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σύριος οι Σύριοι
      γενική του Σύριου
& Συρίου
των Σύριων
& Συρίων
    αιτιατική τον Σύριο τους Σύριους
& Συρίους
     κλητική Σύριε Σύριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Σύριος < Σύρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsi.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σύριος
ομόηχο: Σείριος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Σύριος αρσενικό (θηλυκό: Σύρια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]