Τέρψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τέρψη < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τέρψη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Τέρψη
|
Δείτε επίσης : τέρψη |
Τέρψη θηλυκό
|