Τανζανή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τανζανή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τανζανή οι Τανζανές
      γενική της Τανζανής των Τανζανών
    αιτιατική την Τανζανή τις Τανζανές
     κλητική Τανζανή Τανζανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τανζανή < Τανζαν(ός) +

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τανζανή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τανζανός