Τανιέλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τανιέλ < (άμεσο δάνειο) αρμενική Դանիել (Daniel, Ντανιέλ)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τανιέλ αρσενικό, άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]