Τατζικιστανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τατζικιστανός < Τατζικιστάν + -ός
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τατζικιστανός αρσενικό (θηλυκό Τατζικιστανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Τατζικιστάν ή έχει την αντίστοιχη υπηκοότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Τατζικιστανός
|