Ταυριώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ta.vɾiˈo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ταυ‐ρι‐ώ‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ταυριώτης αρσενικό (θηλυκό Ταυριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από τον Ταύρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ταυριώτικος
- → και δείτε τη λέξη Ταύρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ταυριώτης
|