Τερψιθέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τερψιθέα οι Τερψιθέες
      γενική της Τερψιθέας των Τερψιθεών
    αιτιατική την Τερψιθέα τις Τερψιθέες
     κλητική Τερψιθέα Τερψιθέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τερψιθέα < αρχαία ελληνική τέρψι(ς) (τέρπω) + -θέα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /teɾ.psiˈθe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τερ‐ψι‐θέ‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τερψιθέα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. συνοικία του Πειραιά
  4. συνοικία της Γλυφάδας, στην Αθήνα
  5. συνοικία της Σταυρούπολης, στη Θεσσαλονίκη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]