Τεύτων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τεύτων < ενικός αριθμός -ων < ελληνιστική κοινή Τεύτονες (πληθυντικός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Τεύτων αρσενικό