Τζελέπης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τζελέπης < τζελέπης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /d͡zeˈle.pis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τζε‐λέ‐πης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τζελέπης αρσενικό (θηλυκό Τζελέπη)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Γιαννακός Τζελέπης στη Βικιπαίδεια (19ος αιώνας), σημαντικός οικιστής του σύγχρονου Πειραιά