Τιρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ο Τιρ΄ θυσιάζει το χέρι του

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τιρ < παλαιά νορβηγική Týr (θεός) < πρωτογερμανική *Tīwaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dhyeu (θεός)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τιρ αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]