Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τραπεζοῦς

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Τραπεζοῦς < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Τρᾰπεζοεντ- > Τρᾰπεζοῦντ
ονομαστική Τραπεζοῦς αἱ Τραπεζοῦντες
      γενική τῆς Τραπεζοῦντος τῶν Τραπεζούντων
      δοτική τῇ Τραπεζοῦντ ταῖς Τραπεζοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Τραπεζοῦντ τὰς Τραπεζοῦντᾰς
     κλητική ! Τραπεζοῦς Τραπεζοῦντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τραπεζοῦντε
γεν-δοτ τοῖν  Τραπεζούντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Τραπεζοῦς, -οῦντος θηλυκό

  1. πόλη της Μικράς Ασίας αποικία της Μιλήτου, η σύγχρονη Τραπεζούντα ( δείτε  Τραπεζούντα στον Πόντο)
  2. πόλη στην Αρκαδία ( δείτε  Τραπεζούντα Αρκαδίας)
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 127
    τούτου τε δὴ παῖς καὶ Ἀμίαντος Λυκούργου Ἀρκὰς ἐκ Τραπεζοῦντος

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • τράπεζα ? (Χρειάζεται επιβεβαίωση ετυμολογίας)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
Τρᾰπεζοεντ- > Τρᾰπεζοῦντ
ονομαστική Τραπεζοῦς
      γενική τοῦ Τραπεζοῦντος
      δοτική τῷ Τραπεζοῦντ
    αιτιατική τὸν Τραπεζοῦντ
     κλητική ! Τραπεζοῦς
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Τραπεζοῦς, -οῦντος αρσενικό