Τριφυλλιάνικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Τριφυλλιάνικα
      γενική των Τριφυλλιάνικων
    αιτιατική τα Τριφυλλιάνικα
     κλητική Τριφυλλιάνικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τριφυλλιάνικα < το επώνυμο του πρώτου οικιστή Τριφύλλης[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾi.fiˈʎa.ni.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρι‐φυλ‐λιά‐νι‐κα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τριφυλλιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.