Τρώς
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Τρω- | |||||
ονομαστική | ὁ | Τρώς | οἱ | Τρῶες | |
γενική | τοῦ | Τρωός | τῶν | Τρώων | |
δοτική | τῷ | Τρωΐ | τοῖς | Τρωσῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὸν | Τρῶᾰ | τοὺς | Τρώᾰς | |
κλητική ὦ! | Τρώς | Τρῶες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Τρῶε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Τρώοιν | |||
Εξαίρεση στον τονισμό γενικής πληθυντικού. όπως το μονοσύλλαβα με εξαιρέσεις. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'Τρώς' όπως «Τρώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τρώς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Τρώς αρσενικό (θηλυκό Τρῳάς)
- (εθνικό όνομα) που κατάγεται από την Τροία
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τρώς αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (ελληνική μυθολογία) ο θεμελιωτής της Τροίας
Πηγές
[επεξεργασία]- Τρώς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Τρώς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'Τρώς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'Τρώς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά μονοσύλλαβα με εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)