Τσαγκαρσούλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τσαγκαρσούλης < αρωμουνική tsãngãrsuli, πληθυντικός αριθμός του tsãngãrsulã < tsãngar (< τσαγκάρης) + sulã
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τσαγκαρσούλης αρσενικό (θηλυκό Τσαγκαρσούλη)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τσαγκαρσούλι
- → δείτε τη λέξη τσαγκάρης