Τσαμουριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τσαμουριά οι Τσαμουριές
      γενική της Τσαμουριάς των Τσαμουριών
    αιτιατική την Τσαμουριά τις Τσαμουριές
     κλητική Τσαμουριά Τσαμουριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τσαμουριά < Τσάμης + -ουριά (ίσως < αρχαία ελληνική Θύαμις: ποταμός Καλαμάς)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τσαμουριά θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (παρωχημένο) περιοχή της Ηπείρου ΒΔ και ΝΔ του Θυάμη, μέρος της οποίας ανήκει και στη νοτιοδυτική Αλβανία, όπου κατοικούσαν και οι Τσάμηδες
  2. συλλογικό όνομα για τους Τσάμηδες

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]