Τσελεμεντέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τσελεμεντέ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τσελεμεντέ < γενική ενικού του αρσενικού Τσελεμεντές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡se.le.menˈde/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσε‐λε‐με‐ντέ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τσελεμεντέ θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Τσελεμεντέ θηλυκό