Τσετσένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τσετσένος < Τσετσενία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Τσετσένος αρσενικό (θηλυκό Τσετσένα)
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Τσετσενία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Τσετσένος