Τσιμπίδα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Τσιμπίδα < γενική ενικού του αρσενικού Τσιμπίδας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Τσιμπίδα θηλυκό (αρσενικό Τσιμπίδας)
Τσιμπίδα θηλυκό (αρσενικό Τσιμπίδας)