Τσονίμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τσονίμα | οι | Τσονίμες |
γενική | της | Τσονίμας | — | |
αιτιατική | την | Τσονίμα | τις | Τσονίμες |
κλητική | Τσονίμα | Τσονίμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τσονίμα < Τζονίμα, με τροπη [d͡z] > [t͡s]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡soˈni.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσο‐νί‐μα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τσονίμα θηλυκό
- άλλη μορφή του Τζονίμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)