Τυφών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τυφῶν, Τυφῶν

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τυφών < αρχαία ελληνική Τυφῶν < τύφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰewh₂- (καπνίζω, βγάζω καπνό)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τυφών αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Τυφῶν)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη Τυφῶν (αρχαία ελληνικά)
  • → δείτε τη λέξη Τυφώνας (νέα ελληνικά)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]