Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τυφώς

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
Τῡφω-
ονομαστική Τυφώς
      γενική τοῦ Τυφ
      δοτική τῷ Τυφ
    αιτιατική τὸν Τυφ
     κλητική ! Τυφώς
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'λαγῶς' όπως «λαγῶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 πτώσεις       ενικός      
Τῡφω-
ονομαστική Τυφώς
      γενική τοῦ Τυφῶνος
      δοτική τῷ Τυφῶν
    αιτιατική τὸν Τυφῶν
     κλητική ! Τυφώς
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Τυφώς:  δείτε Τυφῶν

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Τυφώς, -ῶ αρσενικό