Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τύρος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τύρος οι Τύροι
      γενική της Τύρου των Τύρων
    αιτιατική την Τύρο τις Τύρους
     κλητική Τύρε Τύροι
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Τύρος < αρχαία ελληνική Τύρος < φοινικική 𐤑𐤅𐤓 (ṣwr: Τύρος)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Τύρος θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]