Τ/Κ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ΤΚ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τ/Κ < Τηλεφωνικό Κέντρο

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Τ/Κ ουδέτερο αρκτικόλεξο

  • κτίριο στο οποίο πραγματοποιούνται οι κατάλληλες συνδέσεις για την υποστήριξη τηλεφωνικών κλήσεων
    ※  Κατά τα τέλη της δεκαετίας τoυ 1960 και στις αρχές της δεκαετίας τoυ 1970 o ρυθμός αvάπτυξης τωv τηλεφωvικώv συvδέσεωv αυξάvεται περαιτέρω, αvαλόγως και τωv διαρκώς μεγαλυτέρωv απαιτήσεωv. Χαρακτηριστικά, oι συvδεδεμέvες συσκευές διπλασιάζovται έvαvτι τoυ αριθμoύ τωv υφιστάμεvωv στα μέσα της δεκαετίας τoυ 1960, ξεπερvώvτας τo 1.000.000. Αvτιστoίχως oι κτιριακές εγκαταστάσεις πoλλαπλασιάζovται. Οι περισσότερες επαρχιακές πόλεις απoκτoύv τo δικό τoυς Τ/Κ, στις μεγαλύτερες κατασκευάζovται περισσότερα τoυ εvός.
    Αρχείο κτιριακών μελετών ΟΤΕ: Από την καταγραφή στο απρόσμενο, Αθήνα: 2021, σελ. 32

Μεταφράσεις[επεξεργασία]