Φέρσαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Φέρσαλα
      γενική των Φερσάλων
    αιτιατική τα Φέρσαλα
     κλητική Φέρσαλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φέρσαλα < → δείτε τη λέξη Φάρσαλος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φέρσαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Πηγές[επεξεργασία]

  • λήμμα «Φάρσαλα ή Φέρσαλα» στο: Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 12 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1931), σ. 560.