Φέρσαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Φέρσαλα | ||
γενική | των | Φερσάλων | ||
αιτιατική | τα | Φέρσαλα | ||
κλητική | Φέρσαλα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φέρσαλα < → δείτε τη λέξη Φάρσαλος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Φέρσαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο, σπάνιο) παλαιότερη εναλλακτική ονομασία για την πόλη Φάρσαλα της Θεσσαλίας
- ※ Φέρσαλα, το παλαιό Φάρσαλος, πόλι μικρή κ' αυτή τώρα, περίφημη όμως εις την ιςορία (sic)
- Δανιήλ Φιλιππίδης, Γρηγόριος Κωνσταντάς. Γεωγραφία νεωτερική. Βιέννη, 1791 books.google τομ. Α΄, σ. 205.
- ※ Φέρσαλα, το παλαιό Φάρσαλος, πόλι μικρή κ' αυτή τώρα, περίφημη όμως εις την ιςορία (sic)
Πηγές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)