Φαραώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φαραώ < από την αιγυπτιακή λέξη Περ-αα (μεγάλος οίκος, παλάτι και βασιλιάς)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φαραώ αρσενικό άκλιτο

  1. τίτλος των βασιλιάδων της Αιγύπτου μέχρι την κατάκτησή της από τους Πέρσες -έγινε διεθνής μέσω της Αγίας Γραφής
  2. (πιθανόν) βασιλιάς της Αιγύπτου (κατά τον Ιώσηπο υπήρξε ένας βασιλιάς με το όνομα Φαραώ ή Φαραών και από το όνομα εκείνου πήραν τον τίτλο τους οι μεταγενέστεροι βασιλιάδες της χώρας)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • οι δέκα πληγές του Φαραώ : για πολλαπλές και μεγάλες δυστυχίες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]