Φεβρωνίδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φεβρωνίδη < γενική ενικού του αρσενικού Φεβρωνίδης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fe.vɾoˈni.ði/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Φεβρωνίδη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Φεβρωνίδης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Φεβρωνία (όνομα)