Φες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φες < αραβική فَاس (fās) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Φες θηλυκό άκλιτο
- (πόλη) άλλη μορφή του Φεζ
- ※ Αἰ δὲ πλευραὶ τοῦ Ἄτλαντος γέμουσι δένδρων καὶ ἀνθοφόρων φυτῶν· ὑψοῦνται δὲ αἱ κορυφαὶ αὐτοῦ μεταξὺ τοῦ Φὲς καὶ τοῦ Μαρόκου τοσοῦτον, ὥστε μένουσιν αἰωνίως χιονοσκέπαστοι. (Ιωάννης Κοκκώνης, Γεωγραφία Στοιχειώδης, Μέρος Β΄, Βιβλίον Β΄, Κεφάλαιον Γ΄, 1861)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Μεταγραφές (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πόλεις του Μαρόκου (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια του Μαρόκου (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)