Φιλάδελφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φιλάδελφος < αρχαία ελληνική Φιλάδελφος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φιλάδελφος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φιλάδελφος < φίλος και ἀδελφός

Επίθετο[επεξεργασία]

Φιλάδελφος, ος, ον

  1. που αγαπά τον αδελφό του (στην αρχαια Ελλάδα, αδελφός το παιδί από την ίδια μάνα, δείτε και κασίγνητος, ὅμαιμος)
    τί γὰρ ἄλλο, ἔφη ὁ Σωκράτης, ἢ κινδυνεύσεις ἐπιδεῖξαι σὺ μὲν χρηστός τε καὶ φιλάδελφος εἶναι, ἐκεῖνος δὲ φαῦλός τε καὶ οὐκ ἄξιος εὐεργεσίας;
  2. που είναι σχετικός με την αδελφική αγάπη
    καὶ μὴν πρὸ πυλῶν ἥδ᾽ Ἰσμήνη, φιλάδελφα κάτω δάκρυ᾽ εἰβομένη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φιλάδελφος

  • όνομα