Φιλιπινέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- Φιλιπινέζος < μεταφραστικό δάνειο απ' τα φιλιπινέζικα και τ' αγγλικά Filipino (αγγ.) Pilipino (φιλιπινέζικα) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Σημειώσεις[επεξεργασία]
οι Φιλιππίνες γράφονται με δυο π ενώ ο Φιλιπινέζος και τα φιλιπινέζικα δύνανται να γραφτούν και με ένα (λόγο της φιλιπινέζικης ρίζας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Φιλιπινέζος αρσενικό
- ο κάτοικος τον Φιλιππίνων, ο Φιλιπίνος