Φιλόλογος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φιλόλογος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Φιλόλογος οἱ Φιλόλογοι
      γενική τοῦ Φιλολόγου τῶν Φιλολόγων
      δοτική τῷ Φιλολόγ τοῖς Φιλολόγοις
    αιτιατική τὸν Φιλόλογον τοὺς Φιλολόγους
     κλητική ! Φιλόλογε Φιλόλογοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Φιλολόγω
γεν-δοτ τοῖν  Φιλολόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φιλόλογος < φιλόλογος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φιλόλογος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]