Φιλόσοφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Φιλόσοφος | οι | Φιλόσοφοι |
γενική | του | Φιλόσοφου & Φιλοσόφου |
των | Φιλόσοφων & Φιλοσόφων |
αιτιατική | τον | Φιλόσοφο | τους | Φιλόσοφους & Φιλοσόφους |
κλητική | Φιλόσοφε | Φιλόσοφοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fiˈlo.so.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φι‐λό‐σο‐φος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Φιλόσοφος αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Μονή Φιλοσόφου στη Βικιπαίδεια , μοναστήρι στην Αρκαδία, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που έλαβε την ονομασία του από το παρωνύμιο «Φιλόσοφος», του ιδρυτή του, Ιωάννη Λαμπαρδόπουλου
επώνυμα:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Φιλόσοφος