Φολεγανδρίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φολεγανδρίτης < Φολέγανδρος + -ίτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Φολεγανδρίτης αρσενικό, θηλυκό Φολεγανδρίτισσα
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Φολέγανδρο.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Φολεγανδρίτης
|