Φούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φούλα | οι | Φούλες |
γενική | της | Φούλας | — | |
αιτιατική | τη | Φούλα | τις | Φούλες |
κλητική | Φούλα | Φούλες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Φούλα < γυναικεία ονόματα, μικρασιάτικο υποκοριστικό του ονόματος Φανή, ή ονομάτων με θέμα που λήγει σε ⟨-φ-⟩ όπως Σοφία, Γενοβέφα, Έφη + + υποκοριστικό επίθημα -ούλα και αφαίρεση ή περικοπή του πρώτου μέρους της λέξης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Φούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Φούλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χαϊδευτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)