Φοῖβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φοῖβος, Φοίβος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Φοῖβος
      γενική τοῦ Φοίβου
      δοτική τῷ Φοίβ
    αιτιατική τὸν Φοῖβον
     κλητική ! Φοῖβε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φοῖβος: ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου φοῖβος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φοῖβος, -ου αρσενικό

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]