Φράγκισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φράγκισσα οι Φράγκισσες
      γενική της Φράγκισσας των Φραγκισσών
    αιτιατική τη Φράγκισσα τις Φράγκισσες
     κλητική Φράγκισσα Φράγκισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φράγκισσα < Φράγκος + -ισσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φράγκισσα θηλυκό (στο αρσενικό Φράγκος)

  1. (κυριολεκτικά, ιστορία) γυναίκα παλαιότερης εποχής που κατοικούσε στη «Φραγκιά», δηλ. στη Δυτική Ευρώπη, ή προερχόταν από αυτήν
    ※  Ο Μανουήλ Καντακουζηνός, πρώτος δεσπότης του Μυστρά, νυμφεύεται το 1348 την Φράγκισσα πριγκίπισσα Ισαβέλλα De Lusignan
    από την περίληψη της μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας της Ευγενίας Ντελή, Δυτικές πριγκίπισσες στην αυλή του Μυστρά (2019). Διαθέσιμο:Αμητός, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου· πρόσβαση: 2020-06-16
  2. (ιστορία, παρωχημένο) η ρωμαιοκαθολική
  3. (μεταφορικά, παρωχημένο) προσωνυμία γυναίκας (σε μορφή πατριδωνυμικού) που ακολουθούσε τις δυτικοευρωπαϊκές ενδυματολογικές επιλογές (σε αντίθεση με εκείνες που ντύνονταν παραδοσιακά) και, γενικότερα, είχε δυτικοευρωπαϊκές συνήθειες και συμπεριφορές
    ※  Είχε μίαν θυγατέρα, η οποία ξενιτευθείσα μετά του συζύγου της, δημοσίου υπαλλήλου όντος, είχεν αλλάξει τὴν εγχώριον ενδυμασίαν· δια τούτο η μήτηρ της την εμίσει ολοψύχως, και την ωνόμαζε, πάντοτε σχεδόν, «η Φράγκισσα»
    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Διήγημα «Ο Γαγάτος και τ᾿ άλογο» (1900). Διαθέσιμο: papadiamantis.org· πρόσβαση: 2020-06-16.

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]