Φρουραί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φρουραί < ονομαστική και κλητική πληθυντικού του φρουρά, (απόδοση) εβραϊκή στη μετάφραση των Εβδομήκοντα της Παλαιάς Διαθήκης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Φρουραί θηλυκό στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή , θρησκεία) η εβραϊκή γιορτή Πουρείμ
- ※ διὰ τοῦτο ἐπεκλήθησαν αἱ ἡμέραι αὗται Φρουραὶ διὰ τοὺς κλήρους, ὅτι τῇ διαλέκτῳ αὐτῶν καλοῦνται Φρουραί
- Παλαιά Διαθήκη, μετάφραση των Εβδομήκοντα, Εσθήρ, κεφάλαιο Θ΄, 26.
- ※ διὰ τοῦτο ἐπεκλήθησαν αἱ ἡμέραι αὗται Φρουραὶ διὰ τοὺς κλήρους, ὅτι τῇ διαλέκτῳ αὐτῶν καλοῦνται Φρουραί