Χάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: χάρισμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χάρισμα < γενική ενικού του αρσενικού Χάρισμας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxa.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χά‐ρι‐σμα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χάρισμα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Χάρισμα αρσενικό