Χαΐκου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χαΐκου < γενική ενικού του αρσενικού Χάικος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χαΐκου θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης : χαϊκού |
Χαΐκου θηλυκό άκλιτο