Χατζησαλάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χατζησαλάτα < γενική ενικού του αρσενικού Χατζησαλάτας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xa.d͡zi.saˈla.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐τζη‐σα‐λά‐τα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χατζησαλάτα θηλυκό, άκλιτο