Χατσατούρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χατσατούρ < άμεσο δάνειο από την αρμενική Խաչատուր (Xačʿatur), κυριολεκτικά: αυτός που δίνει το σταυρό

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χατσατούρ αρσενικό, άκλιτο

Υποκοριστικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]