Χειρίσοφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Χειρίσοφος ή και Χειρόσοφος < χείρ (χέρι) + σοφός. Αυτός που κατέχει την σοφία, την τέχνη των χεριών, που είναι μέρος της μιμικής. Τέχνη την οποία εποπτεύει η Μούσα Πολύμνια.
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Χειρίσοφος αρσενικό