Χονδρόμαυρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χονδρόμαυρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χονδρόμαυρος, μορφολογικά, χονδρό- + μαύρο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χονδρόμαυρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]